αλαφραίνω

αλαφραίνω
(αόρ. αλάφρυνα) см. αλαφρώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλαφραίνω" в других словарях:

  • αλαφραίνω — → δες ελαφραίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλαφραίνω — (και αλαφραίνω και αλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό μειώνοντας το βάρος ή ανακουφίζω κάποιον από το βάρος 2. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες κ.λπ. 3. (για ασθένεια ή πυρετό) γίνομαι ηπιότερος 4. συμπεριφέρομαι με ελαφρότητα, ανόητα 5.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφραίνω — υνα, γίνομαι ελαφρύς, ανακουφίζομαι: Έμαθα τα νέα κι αλάφρυνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλάφρεμα — το [αλαφραίνω] το ελάφρωμα …   Dictionary of Greek

  • βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… …   Dictionary of Greek

  • ελαφρύνω — (AM ἐλαφρύνω) 1. κάνω κάτι ελαφρό, αλαφραίνω 2. καθιστώ ευκολότερο κάτι μσν. νεοελλ. ανακουφίζω κάποιον από θλίψη, κόπους, δαπάνες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»